Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Πού μας πάει το πουλμανάκι;


Καθώς ενηληκιώθηκα βγήκα έξω από το σπίτι. Μόνη, αλλά πάντα με τη μαμά και το μπαμπά να ρίχνουν ματιές προσοχής κι αγάπης στα κλεφτά κι άλλοτε στα φανερά, από το παράθυρο.
Στάθηκα στη στάση του λεωφορείου που υπήρχε έξω από το σπίτι μου. Η στάση λεγόταν "ΑΡΧΗ". Ήρθε ένα λεωφορείο και δίχως να το σκεφτώ πολύ μπήκα μέσα. Ένιωθα μια ευχάριστη ταραχή στο στομάχι. Δεν ήξερα πού ακριβώς πήγαινε εκείνο το όχημα, όμως για κάποιο λόγο, μάλλον αυτόν των 18 μου Μαίων, ανυπομονούσα για κάτι...περίμενα κάτι...δεν ήξερα τί...
Πέρασα όμορφα μέρη, κάποια αδιάφορα, κάποια περίεργα. Μετά από μέρες και νύχτες, αφού διασχίσαμε, δρόμους και δρομάκια, πέσαμε σε λακούβες, είδαμε όμορφους ουρανούς στην ανατολή και τη δύση τους, το πούλμαν σταμάτησε. Η στάση λεγόταν "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ".
Τότε, θυμήθηκα τη μαμά και τον μπαμπά να μου λένε, πριν μου ανοίξουν την πόρτα του σπιτιού για να φύγω, ότι στη στάση με το όνομα "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ" αν ήθελα, μπορούσα να κατεβώ.
Σημειωτεόν, ότι ένιωθα πάντα τους γονείς να με κοιτούν από εκείνο το παράθυορ, έστω κι αν το πουλμανάκι με είχε πάρει μίλια μακρυά. Κοντοστάθηκα στην πόρτα του οχήματος που άνοιξε κι ένιωσα τη σκέψη τους να με ζεσταίνει κι να με σπρώχνι να κατέβω. Κι έτσι κατέβηκα, πάλι με αυτή την περίεργη ταραχή στο στομάχι, που τώρα είχε εξελιχθεί και σε κρύο ιδρώτα στα χέρια. Συνάμα, αισθανόμουν μια ικανοποίηση για την απόφαση να κατέβω.
Κι έτσι, πέρασε καιρός και μαζί του πέρασα κι εγώ καταστάσεις για τις οποίες τότε κατάλαβα γι αυτή την αίσθηση που ένιωθα στην αρχή και τις στομαχικές ταραχές μου.
Και τα συναισθήματά μου εκτοξέυτηκαν στον ουρανό, όταν έλαβα ένα χαρτί στα χέρια μου. Ήταν το εισιτήριό μου για το επόμενο ταξίδι.
Πήγα λοιπόν στην επόμενη στάση και περίμενα το πούλμαν να έρθει. Η στάση λεγόταν "ΠΤΥΧΙΟ". Αυτή τη φορά ήταν όλα διαφορετικά. Δεν αισθανόμουν άβολα κι ούτε ταραζόταν το στομάχι μου κόμα κι όταν πέφταμε στις μεγαλύτερες νερολακούβες. Αλλά πάντα ένιωθα εκείνη τη ζεστή ματιά να με συντροφεύει - της μαμάς και του μπαμπά.Και τα συναισθήματά μο συνέχιζαν το τρελό τους ταξίδι όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο ψηλά.
Περάσαμε από μέρη που δεν είχα ξαναδεί. Από μεγαλουπόλεις με πολύ ψηλά κτήρια. Με κοστουμαρισμένους άνδρες και καλοντυμένες γυναίκες. Να πηγαινοέρχονται, να πηγαινοέρχονται, να πηγαινοέρχονται....Δεν έβλεπα πάρκα, δεν έβλεπα αγόρια να παίζουν μπάλα σε γειτονιές, κορίτσια να παίζουν λάστιχο και σπιτάκια σε παλτείες. Περνούσαμε καταστήματα με πολύ μεγάλες βιτρίνες. Και πολλές πολλές τηλεοράσεις. Μα κι εκεί δεν έβλεπα το θέατρο της Δευτέρας ούτε τον Μπόλεκ και τον Λόλεκ, παρά μεγάλα τραπέζια, όπου όσοι καθόντουσαν τριγύρω φωνάζαν ο ένας στον άλλον, χτυπιόντουσαν σχεδόν. Όσο περνάγαμε ανάμεσα από διάφορες πόλεις άρχιζα να απορώ, όμως και πάλι ένιωθα μια κάποια σιγουριά για την επόμενη στάση. Η μαμά κι ο μπαμπάς ήταν πάντα στο παράθυρο βλέπετε.
Η επόμενη στάση λεγόταν "ΕΡΓΑΣΙΑ". Κι ήξερα πια, ότι δεν είχα επιλογή για το αν θα κατέβαινα ή όχι. Έπρεπε, πλεόν, να κατεβαίνω σε κάθε στάση. Η έκπληξη ήταν ευχάριστη. Αυτά που έμαθα κι έζησα στη στάση "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ" μπορούσα να τα εφαρμόζω στη στάση "ΕΡΓΑΣΙΑ" κι επιπλέον με πληρώνανε γι αυτό. Έτσι, είπα στη μαμά και στον μπαμπά, ότι δε χρειαζόταν να ξεροσταλιάζουν πια σ' εκείνο το παράθυρο και να μην ανησυχούν. Όμως αυτοί εκεί, δε το κουνούσαν ρούπι. Ε, ήμουνα σίγουρη πια, ότι το επόμενο πούλμαν θα με πήγαινε στη στάση "ΕΥΤΥΧΙΑ".
Πήρα το επόμενο πουλμανάκι. Μέσα γνωρισα ανθρώπους. Με κάποιους γέλασα πολύ, κάποιους τους ερωτεύτηκα και με κάποιους στεναχωρήθηκα. Όμως ένιωθα καλά κι ανυπομονούσα για την επόμενη στάση, δεν άργησε να έρθει.
Το πούλμαν σταμάτησε. Η στάση λεγόταν "ΖΩΗ".
Τώρα πια κατέβηκα με φοβερό αέρα από το πουλμανάκι. Είχα το πτυχίο μου στα χέρια, πορυπηρεσία, φίλους και σύντροφο. Ε, λέω κι εγώ τώρα θα ζήσω την ευτυχία!
Και ξαφνικά, καθώς ατένιζα τον ουρανό άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς : φωτιές, πολέμους, χοντρούς πολιτικούς, μπαλόνια με λογαριασμούς από φως, νερό, τηλέφωνο, εφορία, δάνει - κι αυτά τα μπαλόνια φουσκώναν ολοένα και περισσότερο.
Σήκωσα το προσωπό μου κόντρα στη βροχή. Άφησα να με ξεπλύνει όλο αυτό το κατεβατό. Κάπου γρατζουνίστηκα, κάπου δάκρυσα. Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα τα χέρια, τα πόδια μου, έπιασα τα μάτια και τ' αυτιά μου κι άφησα ένα ουρλιαχτό να ξεφουσκώσει το στήθος μου.
Γύρισα πίσω και τί είδα.....τη μαμά και τον μπαμπά να με κοιτάνε από το παιδικό μου παράθυρο. Χάρηκα πραγματικά που ήταν ακόμα εκεί. Η βροχή πότε σταματούσε και πότε δυνάμωνε. Κοίταξα γύρω κι είδα τους φίλους μου και χάρηκα περισσότερο. Είδα κι έναν άνδρα όλο αγάπη να έρχεται προς το μέρος μου και χάρηκα ακόμη περισσότερο. Την ίδια στιγμή άκουσα αγαπημένες μουσικές κι ήρθαν κι άλλοι άνθρωποι. Άλλοι διαβάζαν ποίηση κι άλλοι ανέκδοτα. Κάποιοι ζωγράφιζαν κι άλλοι κινηματογραφούσαν το όλο σκηνικό.
Το επόμενο λεωφορείο ήρθε. Η στάση που περίμενα δεν είχε όνομα. Το πούλμαν σταμάτησε και μπήκαμε όλοι μέσα. Αναρωτήθηκα... "πού μας πάει το πουλμανάκι;" Ίσως να μην είχε σημασία να γνωρίζω το που. Ήταν μαζί μου αυτοί που ήθελα κι όσοι δεν ήταν προφανώς δεν έπρεπε να είναι. Ήμουν σίγουρη ότι η διαδρομή θα ήταν, αν μη τι άλλο, πολύ ενδιαφέρουσα. Θα έβρεχε, μπορεί και να χιόνιζε αλλά θα είμαστε όλοι μαζί παρεά και κάπως θα το διασκεδάζαμε. Και κοιτώντας πίσω πάντα θα έβλεπα τη μαμά και τον μπαμπά να με κοιτούν στο ταξίδι της ζωής μου.

                                           15 Ιανουραίου 2009, Σ.Α.