Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2007

Ω ΑΔΕΛΦΕ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ; Διήγημα βασισμένο στην ομώνυμη ταινία

Την ώρα που ο Μπεν ξυριζόταν στο μπάνιο, ο μικρός Τομ , καθισμένος στο γραφείο του, στο διπλανό δωμάτιό, έκλεισε το τετράδιό του εκνευρισμένος και πήρε στα χέρια του το φορητό play station. Ο Μπεν ξέπλυνε το πρόσωπό του, το σκούπισε με μια λευκή αφράτη πετσέτα και καθώς την κατέβαζε, είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη να απορεί και να τεντώνει το αριστερό αυτί του για ν’ ακούσει καλύτερα. Ήχοι ηλεκτρονικού παιχνιδιού έφταναν στ’ αυτιά του από το δωμάτιο του γιου του. Ο Τομ φανερά ευχαριστημένος πατούσε μ’ ενθουσιασμό τα κουμπιά προσπαθώντας να σκοτώσει τους κακούς που του έφραζαν το δρόμο, βγάζοντας επιφωνήματα θριάμβου. Δεν είχε αντιληφθεί όμως τον Μπεν που ήδη στεκόταν στην πόρτα και τον παρακολουθούσε σχεδόν χαμογελαστός. - Τόοομ!!! Η φωνή του Μπεν αποσυντόνισε τον Τομ. Έχασε και παράτησε το play station απογοητευμένος, ενώ ένας διαφορετικός ήχος ακούστηκε σημαίνοντας το game over. Ο Τομ γύρισε στον πατέρα του βαριεστημένος. - Γεια σου μπαμπά… - Έκανες τα μαθήματά σου Τόμυ; - Ναι τα έκανα, απαντάει ο Τομ, απομακρύνοντας τη ματιά από τον πατέρα του. Πάτησε ένα κουμπάκι στο πλάι της ηλεκτρονικής συσκευής, το άφησε πάνω στο γραφείο και ρίχτηκε με μια βουτιά στο κρεβάτι του. Ο Μπεν πλησίασε τον Τομ. Κάθισε σ’ ένα μεγάλο πουφ δίπλα στο κρεβάτι. Σταύρωσε τα χέρια και κοίταξε τον Τομ πονηρά. - Λοιπόν αγόρι μου; - Τι είναι μπαμπά; - Τι σ’ απασχολεί; Είναι κάτι που αφορά το σχολείο; Ο Τομ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ο Μπεν έβαλε το αριστερό του χέρι πίσω από το αριστερό του αυτί κι έγειρε με το σώμα του προς τον Τομ. Αυτή ήταν μια κίνηση που συνήθιζε να κάνει ο Μπεν, όταν περίμενε ν’ ακούσει κάτι από τον γιο του. - Ε, να…προχθές ο κος Ρόμπερτσον μας έδειξε μια ταινία στο σχολείο και μας ζήτησε να τη σκεφτούμε, γιατί αύριο, στην ώρα της έκθεσης, θέλει να γράψουμε τι καταλάβαμε. - Και ποια ήταν αυτή η ταινία; - Οδύσσεια λέγεται. - Α, μάλιστα, λέει ο Μπεν κι ένα μειδίαμα ζωγραφίζεται στα χείλη του. - Ναι, αλλά δε θυμάμαι και πολλά. Είπε, ότι η πραγματική ιστορία είναι πάρα πολλές σελίδες και γράφτηκε πολύ παλιά από κάποιον που ζούσε στην Ελλάδα. Είναι μια χώρα, λέει, μακριά από εδώ κι επίσης μας είπε, ότι αυτή η ταινία είναι σα τη ζωή μας. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι αυτός ο άνδρας της ταινίας, ταξίδευε συνέχεια. Ο Τομ ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του. - Η μαμά πού είναι; Ρώτησε, κάπως ανήσυχα, ο Τομ. - Τόμυ, η μαμά έχει βάρδια στο νοσοκομείο απόψε και θ’ αργήσει να έρθει στο σπίτι. Θέλεις να σε βοηθήσω εγώ; - Την έχεις δει εσύ αυτή την ταινία; - Η αλήθεια είναι πως όχι, σκέφτηκε ο Μπεν φωναχτά. Όμως, είχε πέσει κάποτε στα χέρια μου η γραπτή ιστορία με τις πολλές σελίδες. - Ναι, αλλά μπαμπά, εμείς πρέπει να σκεφτούμε την ταινία για να γράψουμε την έκθεση αύριο. - Εγώ λέω να σου πω μια άλλη ιστορία γεμάτη περιπέτειες που σ’ αρέσουν και θα δεις, ότι αύριο θα γράψεις την καλύτερη έκθεση. - Δηλαδή πώς; - Άκου Τόμυ. Μια φορά κι ένα καιρό, πριν από πολλά χρόνια ήταν ο Έβερετ. Ο Έβερετ Οδυσσέας. - Οδυσσέας; Αυτός είναι στην ταινία του κυρίου Ρόμπερτσον. - Η ιστορία της ταινίας λέγεται «Ομήρου Οδύσσεια». Δηλαδή, αυτός που την έγραψε τον λέγανε Όμηρο κι έφτιαξε μια ιστορία για κάποιον άλλον που τον λέγανε Οδυσσέα. Ο Τομ άκουγε τον πατέρα του χωρίς ιδιαίτερη προσοχή. Πήρε το play station στα χέρια του και προσποιήθηκε ότι έπαιζε πατώντας ρυθμικά τα κουμπιά και κουνώντας νευρικά τη συσκευή στον αέρα. Ο Μπεν του πήρε ήρεμα το play station από τα χέρια και του είπε συνωμοτικά: - Θυμάσαι το περασμένο καλοκαίρι που είχαμε περάσει έξω από το Μισισιπή πηγαίνοντας στη θεία Στάρλα και στον παππού; - Ναι το θυμάμαι! Και μου είπες ότι εκεί είχες γεννηθεί κι εσύ. Μου υποσχέθηκες ότι θα πάμε μια μέρα. - Το ξέρω αγόρι μου. Θα πάμε! Όμως τώρα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με τον κύριο Οδυσσέα, έτσι; - Καλά. - Αυτός ο Οδυσσέας Έβερετ που σου είπα, ζούσε στο Μισισιπή κάποτε. - Κι είχε δύο ονόματα, σαν εμένα, ε; Τόμας Γουίλιαμ. ΜακΓκιλ στο επώνυμο. - Ναι, ακριβώς, χαμογέλασε ο Μπεν. Αυτός ο Έβερετ λοιπόν, στην εποχή του παππού μου… - Πώς τον έλεγαν τον παππού σου μπαμπά; - Θα σου πω…Άκου τώρα. Αυτός ο Έβερετ ζει στο Κοτονίλα του Μισισιπή στις αρχές του περασμένου αιώνα. Τη γυναίκα του τη λένε Πένυ και έχουν έξι κοριτσάκια. Η ζωή είναι δύσκολη κι έτσι ο Έβερετ κάνει διάφορες δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Μερικά από αυτά που κάνει είναι παράνομα, αλλά κάθε φορά σκαρφίζεται κάτι έξυπνο και το σκάει από την αστυνομία. - Είναι κακός άνθρωπος δηλαδή; Ρώτησε ο Τομ - Όχι κάθε άλλο. Είναι πολύ έξυπνος κι αγαπάει πολύ τη γυναίκα του και τα παιδιά του και γι αυτό προσπαθεί να βγάλει πολλά λεφτά για να ζουν καλά. Κι έτσι εξασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου. Του αρέσει πολύ η δικηγορία, - Σαν εσένα! Πετάχτηκε ο Τομ. - Ναι, μόνο που εκείνος δεν έχει άδεια επαγγέλματος. Παρ’ όλα αυτά είναι πολύ καλός. Είναι πανέξυπνος, όμως τον πιάνει η αστυνομία και τον βάζει φυλακή. - Κι έμειναν τα παιδιά του χωρίς μπαμπά; - Για λίγο. Ο Έβερετ δε μπορεί να μείνει μακριά τους κι έτσι αποφασίζει να το σκάσει. - Όπως βλέπουμε στις ταινίες, είπε ενθουσιασμένος ο Τομ. - Ναι. Μόνο που τότε οι φυλακισμένοι ήταν αλυσοδεμένοι μεταξύ τους. Δηλαδή ο Έβερετ έχει αλυσίδες στα πόδια του, που κι αυτές είναι δεμένες στα πόδια δύο άλλων φυλακισμένων. Άρα…. - Άρα δε μπορεί να το σκάσει μόνος του. - Ακριβώς Τομ. Γι’ αυτό κι ο ΄Εβερετ, ένα πρωί που πάνε τους φυλακισμένους να σκάψουν έναν χωματόδρομο, βρίσκει την ευκαιρία να το σκάσει μαζί με τους άλλους δύο. - Και δε τους βλέπει κανείς; - Μάλλον όχι, γιατί οι φυλακισμένοι είναι πολλοί. Οι τρεις τους λοιπόν αρχίζουν να τρέχουν. Ο θόρυβος που κάνουν τα φτυάρια των υπόλοιπων φυλακισμένων, είναι αρκετός για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους φρουρούς. Φαντάσου Τομ! Ένα απέραντο χωράφι. Ο Έβερετ με τους άλλους δύο, τον ψηλό Πιτ και τον κοντό Ντέλμαρ να τρέχουν μέσα στο χωράφι και πίσω τους ένα τσούρμο φυλακισμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο να σκάβουν και να τραγουδούν, δίνοντας ρυθμό στις φτυαριές τους. Καταλαβαίνεις; Μπορείς να το φανταστείς; - Μάλλον…Κι έτσι γυρίζει ο Έβερετ στο σπίτι του; - Μη βιάζεσαι Τομ! Η φυλακή είναι στην άλλη άκρη του Μισισιπή. Πρέπει να βρουν τρόπο να γυρίσουν πίσω. Καθώς προχωρούν δίπλα από τις ράγες του τρένου, περνάει ένα από αυτά τα βαγόνια που βλέπουμε καμιά φορά στις καουμπόικες ταινίες και λες ότι είναι σα παιχνίδι. - Αυτά με τον μοχλό που το πάνε πάνω κάτω; - Ναι ναι. Το βαγόνι οδηγεί ένας γέροντας τυφλός. Τους παίρνει μαζί και τους λέει: Εσείς γυρεύετε θησαυρό ….θα βρείτε τον θησαυρό, αλλά όχι αυτόν που ονειρεύεστε. Πρώτα όμως θα κάνετε έναν μακρύ και δύσκολο δρόμο, γεμάτο κινδύνους. Θα δείτε πράγματα θαυμαστά, θεάματα που ξαφνιάζουν. Μη φοβηθείτε τα εμπόδια, γιατί η μοίρα σας φυλά ανταμοιβή. Θα βρείτε τη σωτηρία σας! - Καταλαβαίνεις Τομ; - Νομίζω πως ναι, δεν είμαι πολύ σίγουρος. Πώς τον λένε αυτόν τον γέρο; - Δε ξέρω, αλλά θα μπορούσε να τον λένε Τειρεσία. Όπως στην ιστορία του Οδυσσέα, τι λες; - Ο Τειρεσίας ήταν μάγος. Έτσι νομίζω, ότι μας είπε ο κος Ρόμπερτσον. - Αυτό δε σημαίνει ότι έκανε μαγικά. Στα παλιά τα χρόνια μάγους λέγανε όσους ήταν σοφοί και μπορούσαν να δουν πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν στο μέλλον. Άκου τώρα τη συνέχεια. Ο Μπεν εξήγησε στον Τομ πώς ο Έβερετ είχε πείσει τον Πιτ και τον Ντέλμαρ να το σκάσουν. - Ο Έβερετ, αρχικά τους λέει, ότι ο λόγος που μπήκε στη φυλακή, ήταν η ληστεία που είχε κάνει σε μια τράπεζα. - Αφού είπες ότι δεν είναι κακός κι ήταν άλλος ο λόγος που μπήκε στη φυλακή. - Ναι Τομ, έτσι εναι. Ο Έβερετ σχεδιάζει την απόδρασή του, την πρώτη μέρα της φυλάκισής του. Λέει λοιπόν στους άλλους δύο για τη ληστεία και τους αφήνει να πιστεύουν, ότι τα λεφτά που έκλεψε, τα έχει κρύψει σ’ ένα μέρος, το οποίο σε λίγες μέρες θα βουλιάξει, επειδή θα κάνουν κάποια έργα για το ηλεκτρικό ρεύμα στην κοιλάδα του Τενεσί. Έτσι, αν βοηθήσουν κι οι άλλοι δύο να το σκάσουν όλοι μαζί, στο τέλος θα μοιραστούν τα λεφτά. Έξυπνος ο Έβερετ, έτσι Τομ; - Πολύ! Τί έκαναν όμως μ’ εκείνον τον τυφλό γέρο που συνάντησαν; - Τίποτα. Όπως και στην Οδύσσεια, ο Οδυσσέας ήθελε να πάει πίσω στο σπίτι του. Στη γυναίκα του και στο παιδί του. Και στο δρόμο του είχε εμφανιστεί ο μάντης Τειρεσίας, ο οποίος είχε προβλέψει το μακρύ ταξίδι που είχε να κάνει, μέχρι να φτάσει στο σπίτι του. - Κατάλαβα. Και τι γίνεται μετά; - Φτάνουν στο σπίτι ενός ξαδέρφου του Πιτ και μένουν εκεί για να ξεκουραστούν. Όμως ο Γουάς, ο ξάδερφος του Πιτ, ειδοποιεί την αστυνομία, για να πάρει χρηματική αμοιβή. Εκείνα τα χρόνια Τομ, όπως σου είπα και πριν, η ζωή ήταν πολύ δύσκολη, κι οι απλοί άνθρωποι σ’ εκείνα τα μέρη πολύ φτωχοί. Έτσι ο Γουάς, τους προδίδει για να πάρει τα χρήματα. Παρ’ όλα αυτά, αυτοί καταφέρνουν να δραπετεύσουν και συνεχίζουν το δρόμο τους, με το αμάξι που έχουν κλέψει από τον ξάδερφο. - Κι έτσι φτάνουν πίσω στο Μισισιπή; - Όχι αγόρι μου. Θυμάσαι, τι τους είχε πει ο γέρος τυφλός στην αρχή; «…θα ταξιδέψετε έναν μακρύ και δύσκολο δρόμο.» Έτσι λοιπόν, συνεχίζουν το δρόμο τους. Καθώς προχωρούν ακούγεται κάποιο τραγούδι από μακριά και κατεβαίνουν να δουν τι συμβαίνει. - Μπαμπά; Και στην Οδύσσεια υπήρχε ένα τραγούδι. Νομίζω κάποιες γυναίκες… - Χαίρομαι που αρχίζεις και θυμάσαι την ιστορία Τομ! Δεν είναι όμως σαν εκείνο το τραγούδι. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι σα το νησί των Λωτοφάγων. Εκεί, όπου αν έτρωγαν τον λωτό, ένα γλυκό εξωτικό φρούτο, θα ξεχνούσαν ποιοι ήταν. Ο Οδυσσέας δε το έκανε αυτό κι έτσι μπόρεσε να σώσει τους συντρόφους του και να συνεχίσουν το ταξίδι του γυρισμού. - Και τι γίνεται με τους φυλακισμένους; - Φαντάσου Τομ, ένα ποτάμι, προς το οποίο προχωρούν πολλοί άνθρωποι ντυμένοι στα λευκά ψέλνοντας: Κατέβηκα στο ποτάμι να προσευχηθώ και τον σωστό το δρόμο για να βρω. Ποιος το στέμμα τ’ Ουρανού θα φορέσει; Καλέ Θεέ δείξε μου το δρόμο. - Και τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι δηλαδή; - Προσεύχονται για άσχημα πράγματα που έχουν κάνει κι ελπίζουν να σωθούν και να γίνουν καλοί άνθρωποι. Ένα είδος εκκλησιάσματος. Και βλέποντας όλους αυτούς, ο Πιτ κι ο Ντέλμαρ βουτάνε κι αυτοί στο ποτάμι, γιατί πιστεύουν, ότι έτσι θα τους συγχωρέσει ο Θεός και δε θα χρειαστεί να ξαναμπούν στη φυλακή. - Κι ο Έβερετ; - Χμμμ… ο Έβερετ είναι λίγο πιο ρεαλιστής. - Τι θα πει αυτό; - Ότι πιστεύει σε ό,τι βλέπει κι ό,τι ακούει ο ίδιος. Ξέρεις Τομ, το να πιστεύει κανείς στο Θεό πραγματικά δεν είναι εύκολο. Οι άνθρωποι τότε ήταν πιο θρησκευόμενοι, γιατί δεν υπήρχαν επιστημονικές εξηγήσεις, όπως σήμερα. Εμείς οι άνθρωποι ζητάμε τη βοήθειά Του, συνήθως μόνο όταν νιώθουμε ένοχοι. Έχουμε πει τί σημαίνει ένοχος, θυμάσαι; - Ναι. Δηλαδή ο Έβερετ δεν νιώθει ένοχος; - Δε ξέρω ακριβώς. Φαντάζομαι όμως, ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να φτάσει γρήγορα στο σπίτι του. Κι έχει και σοβαρό λόγο. Λίγες μέρες πριν αποφασίσει να το σκάσει από τη φυλακή, παίρνει γράμμα από την Πένυ, τη γυναίκα του. Του γράφει, ότι δε μπορεί να περιμένει άλλο κι ότι θα παντρευτεί έναν πλούσιο άνδρα, που θα φροντίσει αυτή και τα παιδιά. Στα δύσκολα, δεν είναι εύκολο να κάνεις υπομονή. Ψάχνεις την εύκολη λύση. Κι αυτή έχει τόσα παιδιά να μεγαλώσει… - Κι αυτό είναι καλό μπαμπά; Αφού ο Έβερετ την αγαπάει την Πένυ. - Όχι, δεν είναι! Ακριβώς γι αυτό το λόγο κι αυτός βιάζεται να γυρίσει. - Και τι γίνεται μετά το ποτάμι; - Συνεχίζουν το δρόμο τους. Ο Πιτ κι ο Ντέλμαρ είναι μούσκεμα από τη βουτιά στο ποτάμι. Κι ενώ οδηγούν, φτάνουν σε μια διασταύρωση στη μέση του πουθενά. Εκεί τους σταματά ένας νέγρος μουσικός. Ο Τόμυ Τζόνσον. Και ξέρεις τι τους λέει; Ότι πούλησε την ψυχή του στο διάβολο για να παίζει καλή κιθάρα. - Δηλαδή; - Ότι τα έδωσε όλα για την κιθάρα του. Δηλαδή, έκανε το παν για να γίνει καλός κιθαρίστας. Θα καταλάβεις αργότερα τι εννοώ. - Και τι κάνει τώρα αυτός ο Τόμυ; - Τον παίρνουν μαζί τους και πάνε προς ένα μέρος , το Τισαμίνγκο, γιατί εκεί, λέει ο Τόμυ, υπάρχει ένας ραδιοφωνικός σταθμός, που άμα τραγουδάς καλά, σε καλοπληρώνουν. Φτάνουν λοιπόν στο σταθμό κι ο υπεύθυνος τους ρωτάει ποιοι είναι και τί θέλουν. Ο Έβερετ συστήνει τον εαυτό του και τους υπόλοιπους ως το συγκρότημα με το όνομα Μουσκεμένα Παιδιά. - Δεν είναι όμως όλοι βρεγμένοι, μόνο ο Πιτ κι ο άλλος ο Ντέλμαρ. - Ναι, αλλά ο υπεύθυνος στο σταθμό είναι τυφλός, άρα δε ξέρει πώς είναι κι ούτε ποιοι είναι. Κι έτσι τους ζητά να τραγουδήσουν κάποιο παλιό τραγούδι. Εκείνη την εποχή το ραδιόφωνο ήταν μεγάλη διασκέδαση για τους ανθρώπους. Μάλιστα σ’ εκείνη την περιοχή, υπήρχε τότε μια ραδιοφωνική εκπομπή. Την έκανε ο τότε κυβερνήτης του Μισισιπή, ο Πάπι Ο’ Ντάνιελ, ο οποίος ήταν αλευροπαραγωγός και μέσα από την εκπομπή του διαφήμιζε και τα κουλουράκια του. Αλλά ας μη μπερδευτούμε τώρα μ’ αυτά. Το σημαντικό είναι, ότι τώρα ο Έβερετ, ο Πιτ, ο Ντέλμαρ κι ο Τόμυ Τζόνσον τραγουδούν ένα παλιό τραγούδι, που αν σου πω τους στίχους, θα καταλάβεις πολλά για τον Έβερετ. - Αλήθεια μπαμπά, πού τα ξέρεις όλα αυτά; - Ε δε σου είπα, ότι όλα αυτά ήταν στην εποχή του παππού μου; Από εκείνον τα ξέρω. Ξέρεις πόσες φορές, όταν ήμουν μικρός έλεγα στους φίλους μου, όταν ερχόντουσαν να παίξουμε μπάλα, ότι είμαι άρρωστος; Προτιμούσα να κάθομαι με τον παππού και ν’ ακούω τις ιστορίες του. Τις έλεγε μ’ έναν τρόπο που μ’ έκανε να μπορώ να φαντάζομαι ό,τι εκείνος είχε ζήσει. Σα ταινία… - Ήταν φίλος του Έβερετ; - Θα τα πούμε αυτά, δεν είναι της ιστορίας. Το τραγούδι των Μουσκεμένων Παιδιών είχε γίνει μεγάλη επιτυχία τότε. Ο πατέρας μου είχε και τον δίσκο. Όταν επισκεφτούμε τον παππού, θα το ακούσουμε μαζί, όπως έκανα κι εγώ με τον δικό μου παππού. Άκου! - Και τι λέει αυτό το τραγούδι; - Μιλάει για κάποιον που είναι συνέχεια δυστυχισμένος. Μπλέκει όλο σε δύσκολες καταστάσεις και δεν έχει φίλους να τον βοηθήσουν πραγματικά. Όμως ο ίδιος πιστεύει ότι όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Είναι ένα καταπληκτικό τραγούδι! Το ηχογραφούν και βγάζουν τα πρώτα τους χρήματα όλοι μαζί κι έτσι συνεχίζουν το ταξίδι της επιστροφής. Περνούν τη νύχτα κάτω από τα δέντρα. Η αστυνομία βρίσκει τα ίχνη τους. Αυτοί το σκάνε τρέχοντας. Ο Τόμυ φεύγει πρώτος και χάνεται. Έτσι μένουν πάλι οι τρεις τους. - Και πώς τους βρίσκει η αστυνομία μπαμπά; - Θα σου φανεί μάλλον αστείο. Από τη μυρωδιά του γυαλιστικού που έβαζε ο Έβερετ στα μαλλιά του. Ήταν όμορφος άνδρας και τον ένοιαζε να είναι περιποιημένα τα μαλλιά του πάντα, ακόμα και στη φυλακή, ακόμα και τώρα που τριγυρνάει στο δρόμο. - Και τι γίνεται μετά; - Την άλλη μέρα τα τρία Μουσκεμένα Παιδιά, αφού περάσανε μια σύντομη περιπέτεια μ ’έναν γκάνγκστερ… - Έχει πλάκα αυτό το Μουσκεμένα Παιδιά, διέκοψε ο Τομ ενθουσιασμένος τον πατέρα του. - Ναι, πλάκα έχει. Πού μείναμε; Α, ναι! Μετά λοιπόν την περιπέτεια και τα γρήγορα ξεμπερδέματα με τον γκάνγκστερ, τα τρία Μουσκεμένα Παιδιά συνεχίζουν το δρόμο τους. Ξαφνικά κάτι τους τραβά την προσοχή. Ακούνε γυναικείες φωνές να τραγουδούν από μακριά και κατεβαίνουν προς το ποτάμι να δουν τι συμβαίνει. Μήπως αυτό σου θυμίζει κάτι από την ταινία του κυρίου Ρόμπερτσον; - Ναιαι! Αναφώνησε σχεδόν θριαμβευτικά ο Τομ. Είναι οι γυναίκες που συνάντησε ο Οδυσσέας. Αυτές τραγουδούσαν κι αυτός έκλεινε τ’ αυτιά του. - Αυτές τις γυναίκες τις λέγανε σειρήνες. Βλέπεις λοιπόν, ότι ο Έβερετ είναι περίπου σαν τον Οδυσσέα; Και οι δύο ταξιδεύουν γιατί θέλουν να πάνε στην οικογένειά τους κι όπως θα καταλάβεις κι αργότερα, ο δρόμος για το σπίτι δεν είναι εύκολος, ούτε για τον Οδυσσέα η Ιθάκη ούτε για τον Έβερετ το σπίτι του στο Κοτονίλα. - Και τι γίνεται με τις σειρήνες στο ποτάμι; - Τους αποπλανούν! Δηλαδή τους μεθάνε, γλεντάνε μαζί τους κατά κάποιο τρόπο, ώστε να τους κουράσουν και τελικά απομακρύνουν τον Πιτ και τον παραδίδουν στην αστυνομία. Όπως είχε κάνει ο ξάδερφός του στην αρχή. - Κι έτσι μένουν μόνο δύο Μουσκεμένα Παιδιά; - Ναι κι όταν ξυπνούν, βρίσκουν μόνο τα ρούχα του Πιτ. Κι επειδή ξεπηδάει ένα βατραχάκι κάτω από το πουκάμισο, ο Ντέλμαρ πιστεύει, ότι οι σειρήνες μεταμορφώσανε τον φίλο του σε βάτραχο, ενώ ο Έβερετ ως πιο ρεαλιστής, όπως είπαμε, πιστεύει ότι τον σκότωσαν. - Και πότε θα φτάσουν στο σπίτι τους; - Θυμάσαι καθόλου τον Κύκλωπα στην Οδύσσεια; Που προσπάθησε να φυλακίσει τον Οδυσσέα και τους άντρες του; - Αυτό ο γίγαντας με το ένα μάτι; Τον θυμάμαι! Αυτό μου άρεσε πολύ. - Ε, λοιπόν και τα Μουσκεμένα Παιδιά έχουν ν’ αντιμετωπίσουν τον δικό τους Κύκλωπα. - Υπήρχαν γίγαντες στην εποχή του παππού; - Όχι αγόρι μου! Αλλά υπήρχε κάποιος που θα μπορούσες να τον παρομοιάσεις με τον Κύκλωπα του Οδυσσέα. Ο Τομ άκουγε πια με μεγάλο ενδιαφέρον τον πατέρα του. Ο Μπεν του διηγήθηκε πώς τα δυο εναπομείναντα Μουσκεμένα Παιδιά συνάντησαν κάποιον μεγαλόσωμο άντρα, με το ένα μάτι καλυμμένο, ο οποίος προσπάθησε να τους πείσει ότι μπορεί να τους μάθει πώς μπορούν να γίνουν πλούσιοι. Αυτοί, μην έχοντας στον ήλιο μοίρα τον ακολούθησαν κι ο «Κύκλωπας» Μεγάλος Νταν Τιγκ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, τους χτύπησε και τους έκλεψε όσα κέρδισαν από την ηχογράφηση του τραγουδιού. Ο Τομ, καθώς η ιστορία ξετυλιγόταν, άρχισε να θυμάται τις εικόνες της Οδύσσειας. Η ιστορία του πατέρα του τον βοηθούσε να καταλάβει καλύτερα την Οδύσσεια και συγχρόνως η Οδύσσεια τον βοηθούσε να εικονοποιήσει στο μυαλό του, ότι του αφηγούταν ο πατέρας του. Ο Μπεν ένιωθε πολύ ευχαριστημένος που βρήκε έναν τρόπο να βοηθήσει τον Τομ να καταλάβει κάτι που αφορούσε το σχολείο. Συνήθως τα του σχολείου τα αναλάμβανε σχεδόν πάντα η γυναίκα του, η οποία εκτάκτως σήμερα είχε διπλή βάρδια στο νοσοκομείο. Δεν είχε τύχει νωρίτερα να μιλήσει στο γιο του για τα δικά του παιδικά χρόνια και τον αγαπημένο παππού του, Έβερετ Οδυσσέα ΜακΓκιλ. Σκέφτηκε, ότι ήταν πολύ έξυπνο να γνωρίσει μέσα από αυτή την αφήγηση τον παππού του στο γιο του και την ίδια στιγμή να τον βοηθήσει να καταλάβει το νόημα της Οδύσσειας του Ομήρου. Αυτή η σκέψη απορρόφησε για λίγο τον Μπεν. Ο Τομ τον διέκοψε. - Ε, μπαμπά γιατί χαμογελάς; - Με συγχωρείς αγόρι μου, αφαιρέθηκα! Πού είχαμε μείνει…; Λοιπόν, χτυπημένοι από τον Κύκλωπα, τον Μεγάλο Νταν κι άφραγκοι για άλλη μια φορά, κάνουν ωτοστόπ κι ένα φορτηγάκι τους φέρνει στο κέντρο του Μισισιπή. - Κι εκεί συναντάει την Πένυ; - Ναι, αλλά δε τελειώνει εδώ η ιστορία. Βρίσκει την Πένυ αρραβωνιασμένη με κάποιον Βέρνον. Επιπλέον ανακαλύπτει, ότι τελικά έχει εφτά κόρες. Η τελευταία γεννήθηκε όταν αυτός ήταν στη φυλακή. Η γυναίκα του είναι αποφασισμένη να παντρευτεί τον Βέρνον. - Γιατί; Δεν αγαπάει τον Έβερετ πια; - Μάλλον τον αγαπάει, αλλά ο Βέρνον γι’ αυτήν είναι μάλλον λύση ανάγκης, όπως ξαναείπαμε. Έχει κανονική δουλειά, βγάζει λεφτά και είναι γνωστός στο Μισισιπή. Τελευταία έχει αναλάβει κι ένα δύσκολο έργο που τον έχει κάνει γνωστό. Να πείσει τον κόσμο να ψηφίσει νέο κυβερνήτη, τον Όμηρο Στόουκς ενάντια στον Πάπι Ο’ Ντάνιελ με τα κουλουράκια. Όλα αυτά κάνουν τον Βέρνον να είναι καθωσπρέπει στα μάτια της Πένυ. Είναι γνωστός στον κόσμο, έχει λεφτά, υψηλή κοινωνική θέση. Αντίθετα, ο Έβερετ είναι δραπέτης των φυλακών και άφραγκος. Καταλαβαίνεις; - Ναι, η μαμά μου έχει εξηγήσει τι σημαίνει καθωσπρέπει. - Ωραία! Στο μεταξύ ο Έβερετ κι ο Ντέλμαρ μαθαίνουν ότι ο Πιτ είναι ξανά στη φυλακή κι ένα βράδυ τον απελευθερώνουν. Έτσι, είναι πάλι οι τρεις τους. Κι όπως ψάχνουν ένα μέρος για να κοιμηθούν, ξαφνικά ακούνε κάτι περίεργο. Πλησιάζουν να δουν. Είναι κρυμμένοι πίσω από κάτι δέντρα και βλέπουν να γίνεται κάτι σα θρησκευτική τελετή. Είναι πολλοί άνθρωποι ντυμένοι με λευκούς μακριούς μανδύες και κουκούλες που καλύπτουν το κεφάλι και το πρόσωπό τους. - Είναι μάγοι; - Φαίνονται σα μάγοι αλλά δεν είναι. Το περίεργο είναι ότι ανάμεσα σ’ αυτούς είναι ο Μεγάλος Νταν ο Κύκλωπας. - Ο κακός! - Ναι! Κι επίσης οι φίλοι μας βλέπουν ξαφνικά και τον μουσικό με την κιθάρα, τον Τόμυ Τζόουνς, το τέταρτο Μουσκεμένο Παιδί. Θυμάσαι που ηχογράφησαν μαζί το ωραίο εκείνο τραγούδι; - Ναι. Είναι κι αυτός κακός; - Όχι. Αλλά ξέρεις ο Τομυ δεν ήταν λευκός. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί λευκοί άνθρωποι που δε συμπαθούσαν τους νέγρους, που είχαν άλλο χρώμα στο δέρμα. - Ξέρεις μπαμπά αυτούς τους λένε ρατσιστές! Ο Μπεν έμεινε έκπληκτος που άκουσε τον γιο του να ξέρει τί θα πει ρατσιστής και τον ρώτησε που το άκουσε αυτό. Ο Τομ του είπε: - Προχθές στην τάξη έγινε μια φασαρία, γιατί ο Στίβεν κι ο Τζέϊμς έβρισαν τον Γουϊλ. - Τον Στίβεν και τον Τζέϊμς τους ξέρω. Ο Γουϊλ, ποιος είναι; - Ένας καινούργιος συμμαθητής μας. Είναι αφρικανός αλλά εγώ τον συμπαθώ πολύ, γιατί παίζει τέλειο ποδόσφαιρο και ξέρει να χορεύει. Κι επειδή μιλούσε με τα κορίτσια στο διάλειμμα, ήρθαν οι άλλοι δύο και τον βρίσανε. - Α, έτσι. Και τι έγινε μετά; Ρώτησε όλο ενδιαφέρον ο Μπεν. - Μπήκε στην τάξη ο κος Ρόμπερτσον, τους χώρισε και μετά, όταν χτύπησε το κουδούνι αντί να κάνει μάθημα μας εξήγησε αυτό για τους ρατσιστές κι ότι δεν είναι ωραίο να είσαι ρατσιστής κι ότι όλα τα παιδιά είμαστε το ίδιο. Και μας άφησε πιο νωρίς να βγούμε έξω και να παίξουμε ποδόσφαιρο όλοι μαζί. - Μπράβο ο κύριος Ρόμπερτσον! Ωραία περνάτε στο σχολείο έτσι; - Εντάξει μερικές φορές μ’ αρέσει και μένα το σχολείο. - Πολύ χαίρομαι Τομ. Άρα καταλαβαίνεις τώρα, ότι αυτοί με τις κουκούλες είναι ρατσιστές, γιατί θέλουνε να κρεμάσουν τον Τόμυ με την κιθάρα. Πρέπει να σου πω ότι όλοι αυτοί είναι μια ομάδα που δε συμπαθεί τίποτα και κανέναν αν δεν είναι από την Αμερική. Και σήμερα υπάρχουν δυστυχώς τέτοιοι κακοί άνθρωποι, αλλά εμείς τους αγαπάμε όλους γιατί δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε, ε; Εσύ το ξέρεις καλά αυτό, μιας κι ο ξάδερφός σου είναι μισός Αμερικάνος και μισός Αφρικανός. Αν και τον έχεις συναντήσει μόνο μια φορά, πιστεύω ότι τον συμπαθείς! - Βέβαια! Ο Κάμερον παίζει καλό ποδόσφαιρό σαν τον Γουϊλ. Αλήθεια μπαμπά, που είναι τώρα ο θείος Ρόμπερτ, η θεία Μπαντού κι ο Κάμερον; - Είναι στην Ιαπωνία, μακριά από εδώ. Ο θείος σα διπλωμάτης που είναι, έχει γυρίσει όλον τον κόσμο. Το καλοκαίρι νομίζω θα ξαναλλάξουν χώρα κι ίσως έρθουν πάλι στην Αμερική. - Τότε θα πω στον Κάμερον, ότι δεν είμαι ρατσιστής και θα παίζουμε μαζί μπάλα συνέχεια! Θα φέρω και τα παιδιά από την τάξη μου! - Ωραία! Όμως πάμε πίσω στα δικά μας τώρα. Τελικά ο Έβερετ, ο Ντέλμαρ κι ο Πιτ σώζουν τον Τόμυ από την κρεμάλα και γυρίζουν στο Μισισιπή. - Και πώς τον έσωσαν τον Τόμυ; - Με την εξυπνάδα του Έβερετ και την καλοσύνη του Πιτ και του Ντέλμαρ. Όπως ο Οδυσσέας είχε κάνει με τους Κύκλωπες. Θυμάσαι πώς μπόρεσαν να το σκάσουν από τη σπηλιά του Κύκλωπα που ήταν και τυφλός; - Όχι… - Είχε σκεφτεί ο Οδυσσέας να πιαστούν από τα πρόβατα που είχε ο Κύκλωπας. Πιάστηκαν από την κοιλιά τους κι έτσι ξέφυγαν. - Όλο δύσκολα πράγματα έκανε ο Οδυσσέας. - Ακριβώς! Σαν τον Έβερετ. Γιατί όταν θέλουμε κι αγαπάμε κάτι πολύ κάνουμε τα πάντα για να το αποκτήσουμε. Κι έτσι φτάνουν ο Έβερετ κι οι άλλοι στο Κοτονίλα. Εκεί, προσπαθούν να μπουν σ’ ένα πάρτι όπου βρίσκεται κι η Πένυ. Όμως δεν είναι καλοντυμένοι κι ούτε έχουν πρόσκληση να μπουν μέσα. - Και τι βρίσκουν να κάνουν αυτή τη φορά; - Αφού είναι κι Τόμυ με την κιθάρα μαζί τους, ο Έβερετ σκέφτεται να μεταμφιεστούν σε μουσικό συγκρότημα. Βάζουν λοιπόν ψεύτικες γενειάδες, βγαίνουν στη σκηνή και τι λες ότι τραγουδούν; - Το τραγούδι που είπαν στο ραδιόφωνο; - Ακριβώς, απάντησε ευχαριστημένος ο Μπεν. Δε ξέρουν όμως ότι το τραγούδι αυτό, μετά από εκείνη τη μέρα, έγινε πολύ γνωστό κι αγαπητό κι όλοι θέλανε να γνωρίσουν τα Μουσκεμένα Παιδιά. Μόλις, λοιπόν, βγαίνουν στη σκηνή, ο κόσμος ενθουσιάζεται πάρα πολύ. - Και τι γίνεται με τη γυναίκα του Έβερετ; - Είναι εκεί και δε πιστεύει στα μάτια της. Οι άνθρωποι καταχειροκροτούν τον άντρα της και το υπόλοιπο συγκρότημα. Ο κόσμος διασκεδάζει πολύ κι ο Πάπι Ο’ Ντάνιελ, ο κυβερνήτης του Μισισιπή, που βρίσκεται εκεί τους συγχαίρει και τους δίνει χάρη. Αυτό σημαίνει ότι δε θα ξαναμπούν στη φυλακή. - Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα; - Όχι ακόμα, μη βιάζεσαι! Η Πένυ δέχεται να ξαναπαντρευτεί τον Έβερετ αλλά του βάζει άλλο ένα εμπόδιο. Ακριβώς όπως συμβαίνει και στην Οδύσσεια. Ο Οδυσσέας αφού φτάνει στο σπίτι του, για να πάρει τη γυναίκα του πίσω, πρέπει να νικήσει όλους τους μνηστήρες. Έτσι, τους προκαλεί σ’ έναν αγώνα. Τους δίνει το τόξο του και τους ζητά να στοχεύσουν. ΧΧΧ Κανείς δε μπορεί ούτε τη χορδή του τόξου να λυγίσει. Ο Οδυσσέας όμως, παρ’ ότι είναι ταλαιπωρημένος από το ταξίδι του, καταφέρνει και τους νικάει όλους. Κι έτσι επιστρέφοντας στην Ιθάκη, το νησί του, ξανακερδίζει την οικογένειά του και την περιουσία του. - Κι ο Έβερετ; Τι γίνεται με τον Έβερετ; - Η Πένυ λοιπόν, του λέει ότι θα τον παντρευτεί μόνο αν της φέρει τη δική της βέρα, το δαχτυλίδι της από το γάμο της με τον Έβερετ προ της φυλακής, την οποία είχε αφήσει στην εξοχική τους καλύβα. Ο Έβερετ προκειμένου να νικήσει τον μνηστήρα της γυναίκας του, τον Βέρνον, πάει μαζί με τους άλλους στην καλύβα να πάρουν τη βέρα. Είναι όλοι χαρούμενοι που νομίζουν ότι η περιπέτειά τους έχει τελειώσει. Όμως κάτι συμβαίνει εκεί, που δε το περιμένουν. - Κι άλλο εμπόδιο; - Θυμάσαι που είπαμε για το γυαλιστικό που αρέσει στον Έβερετ να βάζει στα μαλλιά του; - Ναι. - Η αποθήκη της καλύβας είναι γεμάτη με τέτοια κουτάκια. Η έντονη μυρωδιά οδηγεί τον σκύλο της αστυνομίας εκεί. Έτσι, ο Έβερετ κι οι υπόλοιποι έχουν να αντιμετωπίσουν ξανά τους αστυνομικούς. Ο αρχηγός της αστυνομίας ετοιμάζεται να τους κατατροπώσει. Και κείνη ακριβώς τη στιγμή… - Τι γίνεται; Ε, μπαμπά; Ο Τομ αγωνιούσε πραγματικά για τη συνέχεια. - Εκείνη τη στιγμή πλημμυρίζει όλος ο τόπος από νερό! Είναι η μεγάλη μέρα! Η μέρα που αρχίζουν τα έργα για το νέο υδροηλεκτρικό σύστημα κι έτσι ο Νότος θα φωτιστεί εξ’ αιτίας του ηλεκτρικού ρεύματος, προς βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων. Έτσι, πλημμυρίζει όλη η κοιλάδα και μέσα στην ατυχία τους τα Μουσκεμένα Παιδιά, μουσκεύονται πραγματικά αυτή τη φορά κι αυτό είναι που τους σώζει. Ο Τομ έχει γουρλώσει τα μάτια κι ακούει καλά καλά τον πατέρα του. Έχει μείνει άφωνος. - Παρ’όλο που ο Έβερετ δε κατάφερε να βρει τη βέρα της Πένυ, μένουν μαζί. Μεγαλώνουν τα εφτά κορίτσια τους κι αποκτούν κι έναν γιο. Τον ονομάζουν Έντγκαρ. - Σαν τον παππού! - Ναι, Τομ! Ο παππούς σου είναι ο Έντγκαρ κι ο Έβερετ ήταν ο δικός μου παππούς! Ο Έβερετ Οδυσσέας ΜακΓκιλ! - Μα τι λες, μπαμπά; Αλήθεια μου λες; - Ναι, αγόρι μου! Ο παππούς μου μπορεί να μην ήταν επιτυχημένος επαγγελματικά. Άλλωστε οι εποχές ήταν δύσκολες. Αγαπούσε όμως πολύ την Πένυ και τα παιδιά τους ως το τέλος. Ο θείος σου ο Ρόμπερτ κι εγώ ήμασταν τα πρώτα του εγγόνια. Ήμασταν τα μόνα αγόρια από όλα τα εγγόνια του κι ήταν πολύ περήφανος γιατί θέλαμε κι οι δυο να γίνουμε δικηγόροι. Ο θείος σου βέβαια έγινε διπλωμάτης, αλλά αυτό συνέβη μετά το θάνατο του παππού. - Μπαμπά, είναι η πιο ωραία ιστορία το κόσμου! Ο Τομ ήταν πραγματικά εντυπωσιασμένος και κατενθουσιασμένος. - Ναι Τομ… κι είναι η ιστορία της οικογένειάς σου και του τόπου των προγόνων σου. Να είσαι περήφανος! - Είμαι μπαμπά! Κι ο Οδυσσέας της ταινίας; - Σαν τον Έβερετ. Κουράστηκε να γυρίσει. Αντιμετώπισε όμως όλα τα εμπόδια. Φάνηκε έξυπνος και δυνατός και γύρισε νικητής στην Ιθάκη. Από κει ονομάστηκε και το ταξίδι του Οδύσσεια. Κι όταν κάποιος περνάει κάτι πολύ δύσκολο, λέμε ότι περνάει μια Οδύσσεια. Ο Μπεν ένιωθε υπέροχα! Έβαλε για ύπνο τον Τομ και κατέβηκε στο σαλόνι να περιμένει τη γυναίκα του να γυρίσει. Ο Τομ δε μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος με όλα όσα άκουσε από τον πατέρα του. Ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά. Ξαφνικά το τηλέφωνο χτύπησε. Ο Τομ πετάχτηκε από το κρεβάτι του και σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκε στο σαλόνι. Είδε τον πατέρα του να σηκώνει το ακουστικό. Ο Μπεν απάντησε χαρούμενος στο τηλέφωνο. - Αδελφέ μου, που είσαι; Μετά από σύντομη συζήτηση στο τηλέφωνο, ο Μπεν εξήγησε στον Τομ, ότι ο θείος Ρόμπερτ θα μετακόμιζε με την οικογένεια από την Ιαπωνία στην Ελλάδα, το ερχόμενο καλοκαίρι. Ο Τομ χάρηκε πολύ. Ο Μπεν ξαναέβαλε για ύπνο τον Τομ. Τον καληνύχτισε και του είπε: - Τώρα που γνώρισες τον Έβερετ Οδυσσέα ΜακΓκιλ, το καλοκαίρι θα πάμε στο Μισισιπή να πάρουμε τον παππού σου κι όλοι μαζί θα πάμε στη χώρα του άλλου Οδυσσέα για διακοπές! Από το βιβλίο του Δημήτρη Αποστόλου, Α, όπως Αμερική

Ο Πάτρικ, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου κι εγώ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Πέμπτη βράδυ, 23 Νοεμβρίου 2006. Βρίσκομαι στο μαγαζί του αδερφού μου Γιώργου, στην οδό Εθνικής Αμύνης και Τσιμισκή, στο μικρό κόκκινο βιβλιοπωλείο, το γνωστό πια ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ. Πήγα εκεί για να σκοτώσω μια ώρα που μου απέμενε πριν την αρχή της προβολής μια ελληνικής ταινίας, που σκόπευα να δω στα πλαίσια του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τα μάτια μου διασταυρώνονταν με διάφορους τίτλους. Ερωτικόν, Ακάνθινη Πόλη, Ιnstanbul. Το κινητό χτυπάει και βγαίνω για λίγο έξω, τη στιγμή που ένας νεαρός έμπαινε μέσα στο μαγαζί. Στεκόμουν απ’ έξω κι όσο μιλούσα έριχνα ματιές μέσα. Ο νέος αυτός δεν είχε κάτι το ελκυστικό. Φορούσε στρόγγυλα γυαλάκια, τα κουλτουριάρικα όπως τα λέω εγώ, ήταν αξύριστος και το μπουφάν του ήταν κόκκινο, από αυτά που φορούν όσοι ασχολούνται με φυσιολατρικές δραστηριότητες. Μόνο το τελευταίο μου απέσπασε την προσοχή, λόγω του ενδιαφέροντος που έχω, για τη φύση, τα ταξίδια και την περιπέτεια. Μπαίνω μέσα. Ο νεαρός κι ο Γιώργος συζητούν στ’ Αγγλικά κι ο πρώτος μόλις είχε αγοράσει έναν οδικό χάρτη της Τουρκίας, που προσπαθούσε να τακτοποιήσει στο μικρό σακιδιάκι πλάτης που κρατούσε. «Να σου συστήσω τον Πάτρικ» μου απευθύνθηκε ο Γιώργος, «είναι από την Ισπανία. Δες τι έχει κάνει». Το ένα χέρι μου λαμβάνει μια θερμή χειραψία από τον Πάτρικ και το άλλο ένα φωτοτυπημένο απόκομμα εφημερίδας από τον Γιώργο. «Μικρή Οδύσσεια» ήταν ο τίτλος του άρθρου, αν δεν απατώμαι. Άφησα τα μάτια μου να τρέξουν γρήγορα στο κείμενο, ενώ ταυτόχρονα ένιωθα να με πλυμμηρίζουν συναισθήματα θαυμασμού για τον Ισπανό νεαρό, στου οποίου τη συζήτηση συμμετείχα εμβόλιμα. Διάβαζα και μιλούσα ταυτόχρονα! Ο Πάτρικ ξεκίνησε από τη Βαρκελώνη της Ισπανίας δέκα μήνες πριν με το ποδήλατό του, διασχίζοντάς όλη τη Νότιο Ευρώπη και φθάνοντας στην πόλη της Θεσσαλονίκης μόλις εχθές. Παρεπιπτόντως, έφθασα κι εγώ χθες εδώ, ερχόμενη από Αθήνα, οδηγώντας το μικρό μου αυτοκινητάκι. Λίγο έξω από την πόλη αντιλαμβάνομαι στην αριστερή λωρίδα του δρόμου, έναν ποδηλάτη. Τότε σκέφτηκα πόσο τρελός θά ’ταν ετούτος ο άνθρωπος, πόσο περιπετειώδης, πόσο δυνατός και πόσο σοφός θα είχε ήδη γίνει από τη διαδρομή. Τον λυπήθηκα μόνο στη σκέψη του ότι δεν έχει πολύ πλάκα να ποδηλατείς στην εθνική οδό. Δεν υπάρχει τίποτα όμορφο να δεις, αν κι ίσως αυτή η εναλλαγή τοπίου να είναι ξεκούραστη για το μυαλό αυτού του ανθρώπου. Ήμουν σίγουρη ότι είχε σκοπό να κάνει πολλά χιλιόμετρα ακόμα, γιατί είδα φορτωμένο ένα μικρό ποδηλατικό τρόλεϊ που έσερνε πίσω του. Αυτός ο νέος λοιπόν πραγματοποιούσε το όνειρο της ζωής του. Να κάνει το γύρο του κόσμου… με ποδήλατο! Κι εμείς, άθελά μας, γίναμε μέρος αυτής της εμπειρίας, για κάποιες στιγμές. Αισθάνθηκα μικρή μπροστά του, κι ας μη με ξεπερνούσε στο μπόϊ. Ο άνθρωπος αυτός ταξίδευε ήδη δέκα μήνες για να φτάσει μέχρι εδώ, με σκοπό να συνεχίσει στην Τουρκία και να φτάσει μέχρι Ινδία και Πακιστάν, να καταλήξει στην Αλάσκα κι έπειτα από δύο χρόνια ακριβώς, να επιστρέψει στη βάση του σώος και γεμάτος από τον ίδιο τον κόσμο, την ίδια τη ζωή. Του έλεγα για το πόση δύναμη χρειάζεται κάποιος για να πραγματοποιήσει έναν τέτοιον άθλο, και πόσο τυχερός είναι που είναι άνδρας, γιατί για μια γυναίκα οι κίνδυνοι κι οι δυσκολίες είναι άλλες. Μιλούσε τόσο απλά και ταπεινά για όλο αυτό, λες κι επρόκειτο για τον γύρο της πόλης με ποδήλατο, κι όχι όλου του κόσμου. Όλα αυτά ξυπνήσαν έναν άλλο εαυτό που κρύβω μέσα μου, αυτόν του ελεύθερου πραγματικά ανθρώπου και του αχόρταγου μαζί που θέλει να τα δει όλα. Γιατί κι έμενα είναι όνειρο ζωής να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο. Κι όταν του είπα ότι ονειρεύομαι μερικές φορές να διασχίζω το διεθνές ορειβατικό μονοπάτι που περνά όλη την Ευρώπη και φτάνει μέχρι και την Κρήτη, μου είπε «Γιατί όχι;». Του είπα για φόβους, κινδύνους και άλλα τέτοια τόσο τετριμμένα γι αυτόν. Απάντησε, ότι ο μόνος τρόπος για ν’ αντιμετωπίσεις τους φόβους σου, είναι να κάνεις αυτό που φοβάσαι κι αυτό θα σε πάει σίγουρα πιο πέρα. Επίσης, ότι αν είναι γραφτό να κινδυνέψεις, μπορεί να τύχει και στο τετράγωνο του σπιτιού σου, στο δρόμο, ή οπουδήποτε στέκεσαι, οποιαδήποτε στιγμή. Χαιρετηθήκαμε, του ευχηθήκαμε καλή τύχη κι έφυγε. Πρέπει να ζήλεψα κάποιον πρώτη φορά στη ζωή μου έτσι. Αισθανόμουν κάτι πολύ έντονο εκείνη τη στιγμή, πόσο θα ’θελα να κάνω κι εγώ κάτι τόσο υπερβολικό και να ξεπεράσω τα όρια. Και τότε ήρθε η ώρα του σινεμά. (Σ’ ευχαριστώ Πάτρικ!) ΑΙΘΟΥΣΑ Τόνιας Μαρκετάκη, 22:30, Ο γιος του φύλακα, του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου. Πήγα να δω τη συγκεκριμένη ταινία γιατί είναι της ίδιας κατηγορίας με δυο άλλες όπου συμμετείχα κι εγώ φέτος (πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη). Καθόμουν μόνη, λίγο ψηλά και προς τα πίσω. (Απολαμβάνω πολύ να βλέπω σινεμά μόνη μου). Ο σκηνοθέτης προλόγιζε την ταινία. Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Ξαφνικά ένιωσα κάτι που δεν είναι και πολύ του χαρακτήρα μου. Δίπλα μου κάθονταν δυο φοιτητές. Έβλεπα γύρω τον κόσμο. Ξαφνικά είδα μια συνεργάτιδά μου από την Αθήνα. Ήρθε να χαιρετίσει και μου είπε ότι θα χουμε δουλειά μαζί από την ερχόμενη εβδομάδα, σ’ ένα διαφημιστικό γύρισμα. Της είπα ότι αύριο παίζεται η ταινία όπου ήμουν α’ βοηθός σκηνοθέτη (Στα Όρια, του Σάββα Καρύδα) και λίγο μετά τα φώτα χαμήλωσαν. Σε αντίθεση με τα συναισθήματα ελευθερίας, περιπέτειας και δεν ανήκω πουθενά αλλά πάω παντού, που κυρίεψαν την ψυχή μου λίγο πριν, μετά τη συνάντησή μου με τον Πάτρικ, ένιωσα ξαφνικά όμορφα που ανήκα κάπου. Σε μια μικρή κοινωνία ανθρώπων, που όχι μόνο αγαπούν τον κινηματογράφο, αλλά εργάζονται σ’ αυτόν, κι όχι γιατί αυτό αποτέλεσε όνειρο ζωής, αλλά ουσιαστικά γιατί έτυχε στη ζωή μου (κι ευτυχώς μου άρεσε). Ένιωσα πραγματικά ωραία και φαντάστηκα τον εαυτό μου σε λίγα χρόνια στην ίδια αίθουσα να προλογίζω μια δική μου ταινία (κάτι που φοβάμαι πολύ να επιχειρήσω) κι ήρθε στο νου μου η απλή αντίδραση του Πάτρικ, όταν του είπα για το όνειρό μου να διασχίσω το Ε4. «Γιατί όχι;». Η ταινία άρχισε. Η ταινία τέλειωσε κι ένα πλήθος κοινού, ανάμεσά τους κι εγώ, χειροκροτούσε ακατάπαυστα το νέο σκηνοθέτη. Κι αναρωτήθηκα γιατί όλα αυτά τα αρνητικά σχόλια που άκουσα τις τελευταίες ημέρες γι’ αυτήν την ταινία. Δεν είναι μάλλον του παρόντος να την αναλύσω, αλλά πρέπει να σημειώσω το εξής: όταν μια τόσο απλή ιδέα καταφέρνει να την αποδώσει κανείς τόσο έξυπνα, φτιάχνοντας μια πλοκή που περιέχει και δραματικά και κωμικά στοιχεία, μια δράση που να εξελίσσεται συνεχώς, όσα λάθη ή κενά κι αν υπάρχουν, αξίζει, αν μη τι άλλο, ένα μπράβο. Κι ας μη νομίζει κανείς ότι για να γίνει μια ταινία είναι τόσο απλό. Τρία χρόνια του πήρε του Δημήτρη να τελειοποιήσει το σενάριό του. Τρία χρόνια θα πάρει και στον Πάτρικ να κάνει το γύρο του κόσμου για να γυρίσει πάλι στην πόλη του. Γιατί, όπως είπε κι ο Δημήτρης μέσα από την ταινία του, κανείς δε μπορεί να τα βάλει με τις πόλεις. (Σ’ ευχαριστώ Δημήτρη) Όλα στη ζωή θέλουν χρόνο, κόπο, πάθος και θάρρος. Όμως η ζωή είναι ωραία όσο κι αν σε δυσκολεύει. Μπορεί κι εγώ κάποτε να γίνω Πάτρικ ή Δημήτρης ή και τα δύο ή και τίποτα. Αλλά και το να ζεις στιγμές μέσα από τις εμπειρίες και τα έργα των άλλων κι αυτό σου μαθαίνει τη ζωή. Νιώθω τυχερή που συνάντησα τον Πάτρικ και τον Δημήτρη το ίδιο βράδυ. Αυτό έκανε τη διαφορά. Μέσα σε δύο ώρες γύρισα τον κόσμο και κατέληξα πάλι στην πόλη. Σας ευχαριστώ παιδιά! (Και η ζωή) συνεχίζεται…