Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2007

Ο Πάτρικ, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου κι εγώ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Πέμπτη βράδυ, 23 Νοεμβρίου 2006. Βρίσκομαι στο μαγαζί του αδερφού μου Γιώργου, στην οδό Εθνικής Αμύνης και Τσιμισκή, στο μικρό κόκκινο βιβλιοπωλείο, το γνωστό πια ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ. Πήγα εκεί για να σκοτώσω μια ώρα που μου απέμενε πριν την αρχή της προβολής μια ελληνικής ταινίας, που σκόπευα να δω στα πλαίσια του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τα μάτια μου διασταυρώνονταν με διάφορους τίτλους. Ερωτικόν, Ακάνθινη Πόλη, Ιnstanbul. Το κινητό χτυπάει και βγαίνω για λίγο έξω, τη στιγμή που ένας νεαρός έμπαινε μέσα στο μαγαζί. Στεκόμουν απ’ έξω κι όσο μιλούσα έριχνα ματιές μέσα. Ο νέος αυτός δεν είχε κάτι το ελκυστικό. Φορούσε στρόγγυλα γυαλάκια, τα κουλτουριάρικα όπως τα λέω εγώ, ήταν αξύριστος και το μπουφάν του ήταν κόκκινο, από αυτά που φορούν όσοι ασχολούνται με φυσιολατρικές δραστηριότητες. Μόνο το τελευταίο μου απέσπασε την προσοχή, λόγω του ενδιαφέροντος που έχω, για τη φύση, τα ταξίδια και την περιπέτεια. Μπαίνω μέσα. Ο νεαρός κι ο Γιώργος συζητούν στ’ Αγγλικά κι ο πρώτος μόλις είχε αγοράσει έναν οδικό χάρτη της Τουρκίας, που προσπαθούσε να τακτοποιήσει στο μικρό σακιδιάκι πλάτης που κρατούσε. «Να σου συστήσω τον Πάτρικ» μου απευθύνθηκε ο Γιώργος, «είναι από την Ισπανία. Δες τι έχει κάνει». Το ένα χέρι μου λαμβάνει μια θερμή χειραψία από τον Πάτρικ και το άλλο ένα φωτοτυπημένο απόκομμα εφημερίδας από τον Γιώργο. «Μικρή Οδύσσεια» ήταν ο τίτλος του άρθρου, αν δεν απατώμαι. Άφησα τα μάτια μου να τρέξουν γρήγορα στο κείμενο, ενώ ταυτόχρονα ένιωθα να με πλυμμηρίζουν συναισθήματα θαυμασμού για τον Ισπανό νεαρό, στου οποίου τη συζήτηση συμμετείχα εμβόλιμα. Διάβαζα και μιλούσα ταυτόχρονα! Ο Πάτρικ ξεκίνησε από τη Βαρκελώνη της Ισπανίας δέκα μήνες πριν με το ποδήλατό του, διασχίζοντάς όλη τη Νότιο Ευρώπη και φθάνοντας στην πόλη της Θεσσαλονίκης μόλις εχθές. Παρεπιπτόντως, έφθασα κι εγώ χθες εδώ, ερχόμενη από Αθήνα, οδηγώντας το μικρό μου αυτοκινητάκι. Λίγο έξω από την πόλη αντιλαμβάνομαι στην αριστερή λωρίδα του δρόμου, έναν ποδηλάτη. Τότε σκέφτηκα πόσο τρελός θά ’ταν ετούτος ο άνθρωπος, πόσο περιπετειώδης, πόσο δυνατός και πόσο σοφός θα είχε ήδη γίνει από τη διαδρομή. Τον λυπήθηκα μόνο στη σκέψη του ότι δεν έχει πολύ πλάκα να ποδηλατείς στην εθνική οδό. Δεν υπάρχει τίποτα όμορφο να δεις, αν κι ίσως αυτή η εναλλαγή τοπίου να είναι ξεκούραστη για το μυαλό αυτού του ανθρώπου. Ήμουν σίγουρη ότι είχε σκοπό να κάνει πολλά χιλιόμετρα ακόμα, γιατί είδα φορτωμένο ένα μικρό ποδηλατικό τρόλεϊ που έσερνε πίσω του. Αυτός ο νέος λοιπόν πραγματοποιούσε το όνειρο της ζωής του. Να κάνει το γύρο του κόσμου… με ποδήλατο! Κι εμείς, άθελά μας, γίναμε μέρος αυτής της εμπειρίας, για κάποιες στιγμές. Αισθάνθηκα μικρή μπροστά του, κι ας μη με ξεπερνούσε στο μπόϊ. Ο άνθρωπος αυτός ταξίδευε ήδη δέκα μήνες για να φτάσει μέχρι εδώ, με σκοπό να συνεχίσει στην Τουρκία και να φτάσει μέχρι Ινδία και Πακιστάν, να καταλήξει στην Αλάσκα κι έπειτα από δύο χρόνια ακριβώς, να επιστρέψει στη βάση του σώος και γεμάτος από τον ίδιο τον κόσμο, την ίδια τη ζωή. Του έλεγα για το πόση δύναμη χρειάζεται κάποιος για να πραγματοποιήσει έναν τέτοιον άθλο, και πόσο τυχερός είναι που είναι άνδρας, γιατί για μια γυναίκα οι κίνδυνοι κι οι δυσκολίες είναι άλλες. Μιλούσε τόσο απλά και ταπεινά για όλο αυτό, λες κι επρόκειτο για τον γύρο της πόλης με ποδήλατο, κι όχι όλου του κόσμου. Όλα αυτά ξυπνήσαν έναν άλλο εαυτό που κρύβω μέσα μου, αυτόν του ελεύθερου πραγματικά ανθρώπου και του αχόρταγου μαζί που θέλει να τα δει όλα. Γιατί κι έμενα είναι όνειρο ζωής να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο. Κι όταν του είπα ότι ονειρεύομαι μερικές φορές να διασχίζω το διεθνές ορειβατικό μονοπάτι που περνά όλη την Ευρώπη και φτάνει μέχρι και την Κρήτη, μου είπε «Γιατί όχι;». Του είπα για φόβους, κινδύνους και άλλα τέτοια τόσο τετριμμένα γι αυτόν. Απάντησε, ότι ο μόνος τρόπος για ν’ αντιμετωπίσεις τους φόβους σου, είναι να κάνεις αυτό που φοβάσαι κι αυτό θα σε πάει σίγουρα πιο πέρα. Επίσης, ότι αν είναι γραφτό να κινδυνέψεις, μπορεί να τύχει και στο τετράγωνο του σπιτιού σου, στο δρόμο, ή οπουδήποτε στέκεσαι, οποιαδήποτε στιγμή. Χαιρετηθήκαμε, του ευχηθήκαμε καλή τύχη κι έφυγε. Πρέπει να ζήλεψα κάποιον πρώτη φορά στη ζωή μου έτσι. Αισθανόμουν κάτι πολύ έντονο εκείνη τη στιγμή, πόσο θα ’θελα να κάνω κι εγώ κάτι τόσο υπερβολικό και να ξεπεράσω τα όρια. Και τότε ήρθε η ώρα του σινεμά. (Σ’ ευχαριστώ Πάτρικ!) ΑΙΘΟΥΣΑ Τόνιας Μαρκετάκη, 22:30, Ο γιος του φύλακα, του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου. Πήγα να δω τη συγκεκριμένη ταινία γιατί είναι της ίδιας κατηγορίας με δυο άλλες όπου συμμετείχα κι εγώ φέτος (πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη). Καθόμουν μόνη, λίγο ψηλά και προς τα πίσω. (Απολαμβάνω πολύ να βλέπω σινεμά μόνη μου). Ο σκηνοθέτης προλόγιζε την ταινία. Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Ξαφνικά ένιωσα κάτι που δεν είναι και πολύ του χαρακτήρα μου. Δίπλα μου κάθονταν δυο φοιτητές. Έβλεπα γύρω τον κόσμο. Ξαφνικά είδα μια συνεργάτιδά μου από την Αθήνα. Ήρθε να χαιρετίσει και μου είπε ότι θα χουμε δουλειά μαζί από την ερχόμενη εβδομάδα, σ’ ένα διαφημιστικό γύρισμα. Της είπα ότι αύριο παίζεται η ταινία όπου ήμουν α’ βοηθός σκηνοθέτη (Στα Όρια, του Σάββα Καρύδα) και λίγο μετά τα φώτα χαμήλωσαν. Σε αντίθεση με τα συναισθήματα ελευθερίας, περιπέτειας και δεν ανήκω πουθενά αλλά πάω παντού, που κυρίεψαν την ψυχή μου λίγο πριν, μετά τη συνάντησή μου με τον Πάτρικ, ένιωσα ξαφνικά όμορφα που ανήκα κάπου. Σε μια μικρή κοινωνία ανθρώπων, που όχι μόνο αγαπούν τον κινηματογράφο, αλλά εργάζονται σ’ αυτόν, κι όχι γιατί αυτό αποτέλεσε όνειρο ζωής, αλλά ουσιαστικά γιατί έτυχε στη ζωή μου (κι ευτυχώς μου άρεσε). Ένιωσα πραγματικά ωραία και φαντάστηκα τον εαυτό μου σε λίγα χρόνια στην ίδια αίθουσα να προλογίζω μια δική μου ταινία (κάτι που φοβάμαι πολύ να επιχειρήσω) κι ήρθε στο νου μου η απλή αντίδραση του Πάτρικ, όταν του είπα για το όνειρό μου να διασχίσω το Ε4. «Γιατί όχι;». Η ταινία άρχισε. Η ταινία τέλειωσε κι ένα πλήθος κοινού, ανάμεσά τους κι εγώ, χειροκροτούσε ακατάπαυστα το νέο σκηνοθέτη. Κι αναρωτήθηκα γιατί όλα αυτά τα αρνητικά σχόλια που άκουσα τις τελευταίες ημέρες γι’ αυτήν την ταινία. Δεν είναι μάλλον του παρόντος να την αναλύσω, αλλά πρέπει να σημειώσω το εξής: όταν μια τόσο απλή ιδέα καταφέρνει να την αποδώσει κανείς τόσο έξυπνα, φτιάχνοντας μια πλοκή που περιέχει και δραματικά και κωμικά στοιχεία, μια δράση που να εξελίσσεται συνεχώς, όσα λάθη ή κενά κι αν υπάρχουν, αξίζει, αν μη τι άλλο, ένα μπράβο. Κι ας μη νομίζει κανείς ότι για να γίνει μια ταινία είναι τόσο απλό. Τρία χρόνια του πήρε του Δημήτρη να τελειοποιήσει το σενάριό του. Τρία χρόνια θα πάρει και στον Πάτρικ να κάνει το γύρο του κόσμου για να γυρίσει πάλι στην πόλη του. Γιατί, όπως είπε κι ο Δημήτρης μέσα από την ταινία του, κανείς δε μπορεί να τα βάλει με τις πόλεις. (Σ’ ευχαριστώ Δημήτρη) Όλα στη ζωή θέλουν χρόνο, κόπο, πάθος και θάρρος. Όμως η ζωή είναι ωραία όσο κι αν σε δυσκολεύει. Μπορεί κι εγώ κάποτε να γίνω Πάτρικ ή Δημήτρης ή και τα δύο ή και τίποτα. Αλλά και το να ζεις στιγμές μέσα από τις εμπειρίες και τα έργα των άλλων κι αυτό σου μαθαίνει τη ζωή. Νιώθω τυχερή που συνάντησα τον Πάτρικ και τον Δημήτρη το ίδιο βράδυ. Αυτό έκανε τη διαφορά. Μέσα σε δύο ώρες γύρισα τον κόσμο και κατέληξα πάλι στην πόλη. Σας ευχαριστώ παιδιά! (Και η ζωή) συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια: